- βαλανηφόρος
- ος , ον приносящий жёлуди (о деревьях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαλανηφόρος — βαλανηφόρος, ον (Α) εκείνος που παράγει βαλανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
βαλανηφόρος — bearing dates masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφόροι — βαλανηφόρος bearing dates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφόροισι — βαλανηφόρος bearing dates masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφόρους — βαλανηφόρος bearing dates masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DACTYLI — Graece Δάκτυλοι, recentioribus Graecis dicti sunt, quos balanos palmae vocat Plin. l. 13. c. 42. Ita enim proprie appellati palmae communis fructus; abusive postea qualibet palmulâ sic nominatâ. Unde hodieque Aegyptiis arbor βαλανηφόρος,… … Hofmann J. Lexicon universale
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek